σκιδδάβιος

σκιδδάβιος
-α, -ο, Ν
φρ. «σκιδδάβια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σκιδδάβιο»
γεωλ. υποδιαίρεση τού ορδοβιβίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, η οποία είναι χρονικά αντίστοιχη με το αρενίκιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκιδδάβιο — το, Ν γεωλ. βλ. σκιδδάβιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”